- απολησμονώ
- -ησα, -ημένος, λησμονώ εντελώς: Ζούσε τώρα απολησμονημένος σε μιαν ακρινή συνοικία της Αθήνας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απολησμονώ — (Μ ἀπολησμονῶ, έω) 1. λησμονώ ολωσδιόλου, ξεχνώ τελείως 2. εγκαταλείπω κάποιον ή κάποια … Dictionary of Greek